-
1 ῥιζοτομέω
II cut up by the roots, extirpate, D.S.32.4: esp. for Medic. purposes, ῥ. βοτάνας cut and gather their roots, Hp.Ep.16, cf. Thphr.HP4.5.1; gather roots for food, Str.16.4.9: metaph., Philostr.VA7.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥιζοτομέω
См. также в других словарях:
ριζοτομώ — ῥιζοτομῶ, έω, ΝΜΑ [ῥιζοτόμος] κόβω και συλλέγω ρίζες για φαρμακευτική ή μαγική χρήση αρχ. 1. συλλέγω ρίζες για τροφή 2. περικόπτω τις ρίζες δέντρου σκάβοντας τον χώρο γύρω από αυτές («συκῆ ῥιζοτομηθεῑσα», Θεόφρ.) 3. μτφ. ξεριζώνω, αφανίζω («τοὺς… … Dictionary of Greek